Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειραματισμός ο [piramatizmós] Ο17 : η ενέργεια του πειραματίζομαι (συνηθ. στη σημ. 2): Aς ακολουθήσουμε τη γνωστή μέθοδο, γιατί δεν είναι καιρός για επικίνδυνους πειραματισμούς.
[λόγ. πειραματισ- (πειραματίζομαι) -μός μτφρδ. αγγλ. experimentation]