Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειραματίζομαι [piramatízome] Ρ2.1β : 1. κάνω, εκτελώ πειράματα· δοκιμάζω ή εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις ή υποθέσεις για μελέτη ή επαλήθευση: Πειραματίζεται με ποντίκια. 2. κάνω κτ. δοκιμαστικά (για να διαπιστώσω την πιθανότητα επιτυχίας, τις σχετικές δυσκολίες, τα προβλήματα κτλ. και να προνοήσω ανάλογα): Mην πειραματίζεσαι άδικα.
[λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ίζομαι απόδ. αγγλ. experiment μέσο κατά το ασχολούμαι(;)]