Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειναλέος -α -ο [pinaléos] Ε4 : (μειωτ. ή χλευ.) χαρακτηρισμός προσώπου που κατέχεται από μεγάλη και διαρκή πείνα ή από φτώχεια.
[λόγ. < ελνστ. πειναλέος]