Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειθαρχικός -ή -ό [piθarxikós] Ε1 : 1. που αφορά την πειθαρχία: Πειθαρχική παράβαση. Πειθαρχικό παράπτωμα. Πειθαρχική ποινή, που επιβάλλεται για παράβαση κανόνων πειθαρχίας. Πειθαρχική δίωξη. Πειθαρχικό συμβούλιο και ως ουσ. το πειθαρχικό, που κρίνει περιπτώσεις παράβασης της πειθαρχίας και επιβάλλει πειθαρχικές ποινές: Tον πέρασαν πειθαρχικό. || για ειδική στρατιωτική μονάδα στην οποία κατατάσσουν απείθαρχους στρατιώτες για τιμωρία ή σωφρονισμό: ~ λόχος. Πειθαρχικό τάγμα. 2. (για πρόσ.) που υπακούει σε κανόνες πειθαρχίας και σε εντολές ανωτέρων· (πρβ. υπάκουος, πειθαρχημένος). ANT απείθαρχος: ~ στρατιώτης / υπάλληλος.
πειθαρχικώς ΕΠIΡΡ: Διώκεται ~, για πειθαρχική παράβαση. [λόγ.: 2: αρχ. πειθαρχικός· 1: σημδ. γαλλ. discipli naire· λόγ. πειθαρχικ(ός) -ώς]