Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειθαρχημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειθαρχημένος -η -ο [piθarximénos] Ε3 μππ. του πειθαρχώ : 1. που έχει μάθει και πειθαρχεί: Πειθαρχημένοι στρατιώτες. 2. που είναι κανονισμένος, συμμορφωμένος σύμφωνα με κανόνες: Πειθαρχημένη σκέψη / συμπεριφορά. || Πειθαρχημένη ζωή, μετρημένη, συγκρατημένη. πειθαρχημένα ΕΠIΡΡ: Οι οπαδοί του κόμματος ψήφισαν ~ σύμφωνα με τις επιλογές της ηγεσίας.

[λόγ. μππ. του πειθαρχώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες