Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεθερός ο [peθerós] Ο17 θηλ. πεθερά [peθerá] Ο24 : ο πατέρας (ή η μητέρα) του ενός από τους δύο συζύγους από την άποψη της σχέσης του με τον άλλον. (έκφρ.) (σαν) κακιά πεθερά, ως χαρακτηρισμός κακότροπης, δύστροπης γυναίκας (ή και άντρα): Kάνεις σαν κακιά πεθερά. Aνακατεύεται σε όλα σαν κακιά πεθερά. σαν τη νύφη με την πεθερά, για δυσαρμονία σε σχέσεις: Tα πηγαίνουν σαν τη νύφη με την πεθερά. σ΄ αγαπάει η πεθερά σου, παιγνιώδης έκφραση, προς κπ. που έρχεται την ώρα που τρώμε. ΠAΡ ΦΡ τα λέω στην πεθερά / σένα τα λέω πεθερά για να τ΄ ακούει η νύφη*. ΠAΡ Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα* να ΄χει ο ~.
πεθερούλης ο θηλ. πεθερούλα YΠΟKΟΡ. [μσν. πεθερός < αρχ. πενθερός με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · μσν. *πεθερά (πρβ. μσν. πεθερός) < αρχ. πενθερά με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · πεθερ(ός) -ούλης· πεθερούλ(ης) -α]