Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεζοπορία η [pezoporía] Ο25 : πορεία με τα πόδια, πεζή, συνήθ. για μεγάλη απόσταση: Ύστερα από δύο ώρες ~ φτάσαμε στο χωριό.
[λόγ. < ελνστ. πεζοπορία `ταξίδι από στεριά΄ κατά τη σημ. του πεζοπόρος]