Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεζοναύτης ο [pezonáftis] Ο10 : στρατιώτης ειδικά εκπαιδευμένος κυρίως για αποβατικές επιχειρήσεις.
[λόγ. πεζο- 2 + ναύτης μτφρδ. γαλλ. infanterie de marine]