Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεζολογία η [pezolojía] Ο25 : για λόγο που τον διακρίνει η έλλειψη κάποιας αναγκαίας λυρικότητας, καλαισθησίας ή πρωτοτυπίας: Aνιαρή / κουραστική / αφόρητη ~.
[λόγ. πεζολογ(ώ) -ία απόδ. γαλλ. prosaïsme (πρβ. ελνστ. πεζολογία `πεζός λόγος΄)]