Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεζοδρομώ [pezoδromó] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω δρόμο σε πεζόδρομο: Θα πεζοδρομηθούν τμήματα των οδών του ιστορικού κέντρου της Aθήνας.
[λόγ. πεζόδρομ(ος) -ώ (διαφ. το μσν. πεζοδρομώ `τρέχω πεζός΄)]