Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεζο
32 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζο- 1 [pezo] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στον πεζό λόγο σε αντίθεση προς τον έμμετρο: ~γράφημα, ~γραφία, ~γράφος· ~γραφικός.

[λόγ. < ελνστ. πεζο- θ. του αρχ. επιθ. πεζό(ς) (στην ελνστ. σημ.) ως α' συνθ.: ελνστ. πεζο-γραφικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζο- 2 & πεζό- [pezó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αφορά τους πεζούς: ~γέφυρα, ~δρόμιο, πεζόδρομος. || γίνεται πεζή: ~πόρος, ~πορώ. 2. (σε λέξεις στρατιωτικού λεξιλογίου) αφορά το πεζικό: ~μαχία. || ~ναύτης, ~ναυτικός.

[λόγ. < αρχ. πεζο- θ. του επιθ. πεζό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. πεζο-μαχία & μτφρδ.: πεζο-δρόμιον γερμ. Fussgängerweg]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζόβολο το [pezóvolo] Ο41 & πεζόβολος ο [pezóvolos] Ο20 : δίχτυ σε σχήμα κώνου και με βαρίδια στην περιφέρειά του για ψάρεμα κοντά στο γιαλό.

[-βολος: μσν. πεζόβολος < αρχ. πέζ(α) `το κάτω ενός σώματος΄, ελνστ. σημ.: `μπορντούρα υφάσματος΄ -ο- + -βολος (θ. συγγ. του αρχ. ρ. βάλλω)· -βολο: μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζογράφημα το [pezoγráfima] Ο49 : γραπτό λογοτεχνικό κείμενο (οποιου δήποτε ειδικότερου είδους: αφήγημα, διήγημα κτλ.) σε πεζό λόγο· πεζό (λογοτεχνικό) έργο.

[λόγ. πεζογράφ(ος) -ημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζογραφία η [pezoγrafía] Ο25 : η συγγραφή πεζογραφημάτων καθώς και το σύνολο των πεζών λογοτεχνικών έργων: Nεοελληνική ~. Παλαιότερη / σύγχρονη ~. Bραβείο πεζογραφίας. || (γενικότ.) το σύνολο των πεζών έργων (όχι μόνο των καθαρά λογοτεχνικών) μιας γραμματείας: H αρχαία ελληνική / η λατινική ~.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. πεζογραφία < πεζογράφ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζογραφικός -ή -ό [pezoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην πεζογραφία: Εκτός από το ποιητικό, πλούσιο είναι και το πεζογραφικό του έργο.

[λόγ. πεζογραφ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζογράφος ο [pezoγráfos] Ο18 θηλ. πεζογράφος [pezoγráfos] Ο35 : συγγραφέας πεζών λογοτεχνικών έργων: Έλληνες πεζογράφοι και ποιητές. Δόκιμος / ώριμος ~. || συγγραφέας οποιουδήποτε γραμματειακού είδους σε πεζό λόγο: Πεζογράφοι του 1ου μ.X. αι.

[λόγ. < ελνστ. πεζογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζοδρόμηση η [pezoδrómisi] Ο33 : η μετατροπή δρόμου σε πεζόδρομο.

[λόγ. πεζοδρομη- (πεζοδρομώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζοδρομιακός -ή -ό [pezoδromiakós] Ε1 : για ενέργεια, δραστηριότητα κτλ., που αναφέρεται στο πεζοδρόμιο: Πεζοδρομιακή πολιτική. Πεζοδρομιακές συζητήσεις / εκδηλώσεις.

[λόγ. πεζοδρόμι(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζοδρόμιο το [pezoδrómio] Ο40 : 1. το υψηλότερο τμήμα ενός δρόμου, το αριστερό και δεξιό τμήμα κάθε αστικού δρόμου, το οποίο προορίζεται για τους πεζούς και είναι σε ένα υψηλότερο επίπεδο από το κεντρικό τμήμα (το κατάστρωμα) όπου κινούνται τα τροχοφόρα: Aριστερό / δεξιό / φαρδύ / στενό ~. Aνεβαίνω στο ~. Kατεβαίνω στο ~. 2. (μτφ.) α. ως χώρος στον οποίο ασκείται η κατ΄ επάγγελμα πορνεία: Γυναίκα του πεζοδρομίου, τροτέζα, του δρόμου. ΦΡ κάνει ~, για πόρνη που αναζητεί πελάτες σε δημόσιους χώρους. β. (συνήθ. μειωτ.) για ό,τι ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον κατώτερο λαό, στον όχλο ή στον υπόκοσμο: Εκδηλώ σεις / πολιτική / συζητήσεις του πεζοδρομίου.

[λόγ.: 1: πεζο- 2 + δρόμ(ος) -ιον μτφρδ. γερμ. Fussgängerweg· 2: σημδ. γαλλ. trottoir]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες