Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεδινός -ή -ό [peδinós] Ε1 : ANT ορεινός. α. για τόπο που αποτελείται, όλος ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από πεδιάδες: Πεδινή χώρα / περιοχή / έκταση. β. που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα: Πεδινό έδαφος / κλίμα. Πεδινά χωριά, καμπίσια. || Πεδινό πυροβολικό, που προορίζεται για δράση σε πεδινό έδαφος. ANT ορειβατικό. γ. (ιστ., ως ουσ.) οι πεδινοί, κατά τη Γαλλική Επανάσταση οι συντηρητικοί εκπρόσωποι στην εθνοσυνέλευση.
[λόγ. < αρχ. πεδινός (γ: κατά το αντ. οι ορεινοί, σημδ. γαλλ. la Ρleine)]