Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεδικλώνω [peδiklóno] -ομαι & περδικλώνω [perδiklóno] -ομαι Ρ1 : 1. προσαρμόζω πέδικλο στα πόδια ζώου. 2. κάνω κπ. να σκοντάψει ή να μπερδέψει το βήμα του και να πέσει· (πρβ. τρικλοποδιάζω, μπουρδουκλώνω). || (συνήθ. παθ.) μπερδεύω το βήμα μου και πέφτω κάτω.
[μσν. πεδικλώ < πέδικλ(ο) -ώ > -ώνω· -ρδ-: παρετυμ. μπερδεύω]