Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πείραμα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πείραμα το [pírama] Ο49 : 1. η πρόκληση ορισμένου φυσικού, φυσιολογικού ή ψυχικού φαινομένου σε συνθήκες τέτοιες που να είναι δυνατό, παρατηρώντας το μεμονωμένο να διερευνήσουμε τη φύση, τις αιτίες και τους νόμους του: Πειράματα φυσικής / χημείας. Ψυχολογικό ~. Kάνω / διεξάγω / εκτελώ ~. 2. πράξη που γίνεται για να ελεγχθεί και να δοκιμαστεί η ορθότητα μιας μεθόδου, ενός σχεδίου δράσης, μιας άποψης κτλ.: Δε νομίζω πως θα πετύχουμε, αλλά ας κάνουμε ένα ~. (έκφρ.) πειράματα θα κάνουμε (τώρα);, για αποδοκιμασία αβέβαιης πράξης.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. πείραμα `αποτέλεσμα πείρας΄ (< αρχ. ρ. πειρα- (πειρῶμαι) `εξετάζω, προσπαθώ΄) -μα σημδ. αγγλ. experiment]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειραματίζομαι [piramatízome] Ρ2.1β : 1. κάνω, εκτελώ πειράματα· δοκιμάζω ή εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις ή υποθέσεις για μελέτη ή επαλήθευση: Πειραματίζεται με ποντίκια. 2. κάνω κτ. δοκιμαστικά (για να διαπιστώσω την πιθανότητα επιτυχίας, τις σχετικές δυσκολίες, τα προβλήματα κτλ. και να προνοήσω ανάλογα): Mην πειραματίζεσαι άδικα.

[λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ίζομαι απόδ. αγγλ. experiment μέσο κατά το ασχολούμαι(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειραματικός -ή -ό [piramatikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα: Πειραματική μέθοδος / διαδικασία. β. που γίνεται με πείραμα: H πειραματική απόδειξη ενός νόμου. Πειραματική έρευνα / μελέτη. γ. που χρησιμοποιεί κυρίως το πείραμα: Πειραματικές επιστήμες, που στηρίζονται κυρίως στο πείραμα: Πειραματική ψυχολογία. δ. που εφαρμόζει και δοκιμάζει νέες ιδέες και μεθόδους: Πειραματική διδασκαλία. Πειραματικό σχολείο. Πειραματικές καλλιέργειες. Πειραματικό θέατρο, με ρεπερτόριο έργα που πρώτη φορά παίζονται, με νέους ηθοποιούς κτλ. ε. που δοκιμάζεται, χωρίς να έχει γίνει ακόμη αποδεκτός επίσημα, που βρίσκεται στο στάδιο της δοκιμασίας, του ελέγχου και της επεξεργασίας από πρακτική άποψη: H μέθοδος βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο / σε πειραματική φάση. πειραματικά & (λόγ.) πειραματικώς ΕΠIΡΡ: ~ αποδεδειγμένη αλήθεια.

[λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ικός μτφρδ. αγγλ. experimental· λόγ. πειραματικ(ός) -ώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειραματισμός ο [piramatizmós] Ο17 : η ενέργεια του πειραματίζομαι (συνηθ. στη σημ. 2): Aς ακολουθήσουμε τη γνωστή μέθοδο, γιατί δεν είναι καιρός για επικίνδυνους πειραματισμούς.

[λόγ. πειραματισ- (πειραματίζομαι) -μός μτφρδ. αγγλ. experimentation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειραματιστής ο [piramatistís] Ο7 θηλ. πειραματίστρια [piramatístria] Ο27 : αυτός που κάνει πειράματα, που πειραματίζεται.

[λόγ. πειραματισ- (πειραματίζομαι) -τής μτφρδ. αγγλ. experimentalist· λόγ. πειραματισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειραματόζωο το [piramatózoo] Ο41 : ζώο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση επιστημονικών πειραμάτων. || (επέκτ.) για άνθρωπο: Tον χρησιμοποίησαν ως ~ για τη δοκιμή του νέου φαρμάκου. || (μτφ.): Aντιμετωπίζουν τα παιδιά ως πειραματόζωα για την εφαρμογή νέων μεθόδων διδασκαλίας.

[λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ο- + ζώον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες