Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πείραγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πείραγμα το [píraγma] Ο49 : η ενέργεια του πειράζω· λόγος (ή και πράξη) με τον οποίο κάποιος προσπαθεί να προκαλέσει, για αστεϊσμό, ποικίλες αντιδράσεις του άλλου (π.χ. αμηχανία, θυμό, ζήλια κτλ.): Aστεία / αθώα / έξυπνα πειράγματα. Xυδαία πειράγματα.

[πειρακ- (πειράζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες