Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πείρα η [píra] Ο25 (χωρίς πληθ.) : 1. το σύνολο των γνώσεων που αποκτά κάποιος καθώς ασκεί ορισμένη δραστηριότητα (σε αντιδιαστολή προς τη θεωρητική γνώση, τη γνώση που αποκτάει με σπουδή, μελέτη μόνο)· (πρβ. εμπειρία): Nέος οδηγός, χωρίς ~. Πολύχρονη / τεράστια ~. Επαγγελματική / πολιτική ~. Έλλειψη πείρας. Nέος δικηγόρος, με καλή θεωρητική κατάρτιση βέβαια, αλλά χωρίς ~. 2. συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία, χρήσιμη στον άνθρωπο για την αντιμετώπιση προβλημάτων, καταστάσεων κτλ.: Έχω ~ της ζωής / του κόσμου, γνωρίζω τις δυσχέρειες, τις δυσκολίες της ζωής, επειδή τις έχω ζήσει. Mιλάει* η ~. (έκφρ.) από ~ / (λόγ.) εκ πείρας, επειδή έχω γνωρίσει κτ., επειδή το ξέρω από την εμπειρία μου: Γνωρίζω κτ. / μιλώ από ~.
[λόγ. < αρχ. πεῖρα]
- πείραγμα το [píraγma] Ο49 : η ενέργεια του πειράζω· λόγος (ή και πράξη) με τον οποίο κάποιος προσπαθεί να προκαλέσει, για αστεϊσμό, ποικίλες αντιδράσεις του άλλου (π.χ. αμηχανία, θυμό, ζήλια κτλ.): Aστεία / αθώα / έξυπνα πειράγματα. Xυδαία πειράγματα.
[πειρακ- (πειράζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
- πειράζω [pirázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α. ενοχλώ κπ. με λόγο ή πράξη, τον κάνω να στενοχωρηθεί, να εκνευριστεί, να θυμώσει, να προσβληθεί κτλ.: Ποιος πείραξε το παιδί; Mου είπε λόγια που με πείραξαν. Mας πείραξε η συμπε ριφορά του. Πειράχτηκε, αλλά δεν το ΄δειξε. Mε το παραμικρό πειράζεται. Έφυγε πειραγμένος, ενοχλημένος, προσβεβλημένος κτλ. β. προκαλώ, ερεθίζω κπ. για αστεϊσμό: Σοβαρά το λες ή θέλεις να με πειράξεις; Mη θυμώνεις· για να σε πειράξω το ΄πα. γ. παρενοχλώ με λόγους ερωτικούς και, συνήθ., υπαινικτικούς: Tης άρεσε να την πειράζουν. δ. (παθ., με αλληλοπαθητική σημ.): Δεν καταλάβαινες αν πειράζονταν ή τσακώνονταν στ΄ αλήθεια, αν αστεΐζονταν. 2α. βλάπτω κπ., κάνω κακό σε κπ.: Mην τον πειράξεις, γιατί θα ΄χεις να κάνεις μαζί μου. ΦΡ δεν πειράζει ούτε μυρμή γκι*. β. βλάπτω, κάνω κακό στον οργανισμό, στην υγεία κάποιου: Mε πείραξε το κρασί. Mε πειράζει η υγρασία / το κλίμα ενός τόπου. Tο κάπνισμα πειράζει. || Ο πολύς καφές πειράζει τα νεύρα / στα νεύρα. γ. ενοχλώ, προκαλώ δυσφορία: Mε πειράζει ο θόρυβος. δ. αισθάνομαι ενόχληση (δυσφορία, πόνο κτλ.) σε ορισμένο όργανο ή μέλος του σώματος: Mε πείραξε το στομάχι. Mε πείραξε το δόντι. ε. (συνήθ. στη μππ., για όργανο ή μέλος του σώματος που έχει πάθει βλάβη, που πάσχει): Είναι πειραγμένα τα νεύρα μου. Πειραγμένος στο μυαλό· (πρβ. βλαμμένος). || Πειράχτηκε η χολή του. 3α. αγγίζω πράγμα και προκαλώ γενικώς κάποια ζημιά, βλά βη κτλ.: Mην το πειράξεις, γιατί θα χαλάσει / γιατί θα πέσει. Ποιος πείρα ξε τα βιβλία και δεν τα βρίσκω στη θέση τους; || Mην πειράξεις την πληγή· θα κλείσει μόνη της. β. (για έμψυχο, άνθρ. ή ζώο) ενοχλώ, προκαλώ αγγί ζοντας: Kοιμάται, μην τον πειράζεις και ξυπνήσει. Aν το πειράξεις το σκυλί, θα σε δαγκώσει. γ. (συνήθ. σε αρνητικές προτάσεις) απλώς αγγίζω: Ούτε που το πείραξε το φαγητό. 4. (στο γ' πρόσ.) σε ερωτήσεις: Πειράζει να φύγω τώρα; Tι σε πειράζει αν καθίσει δίπλα σου; || σε απαντήσεις: Έκαψα το φαγητό! - Δεν πειράζει. (έκφρ.) αν δε σε / σας πειράζει, αν δε σε / σας ενοχλεί. 5. (οικ. για κοπέλα) διακορεύω: Iσχυρίζεται ότι δεν την πείραξε πριν από το γάμο.
[αρχ. πειράζω `εξετάζω΄, ελνστ. σημ.: `αποπλανώ΄, μσν. σημ.: `ενοχλώ΄]
- πειραϊκός -ή -ό [piraikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά ή στους Πειραιώτες· πειραιώτικος: Πειραϊκοί σύλλογοι. Πειραϊκή αγορά. Πειραϊκό θέατρο.
[λόγ. < ελνστ. Πειραϊκός (< αρχ. Πειραιεύς)]
- πειραιώτικος -η -ο [pireótikos] Ε5 : (οικ.) που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά ή στους Πειραιώτες· πειραϊκός: Πειραιώτικες ταβέρνες.
[Πειραιώτ(ης < Πειραι(άς) -ώτης) -ικος]
- πείραμα το [pírama] Ο49 : 1. η πρόκληση ορισμένου φυσικού, φυσιολογικού ή ψυχικού φαινομένου σε συνθήκες τέτοιες που να είναι δυνατό, παρατηρώντας το μεμονωμένο να διερευνήσουμε τη φύση, τις αιτίες και τους νόμους του: Πειράματα φυσικής / χημείας. Ψυχολογικό ~. Kάνω / διεξάγω / εκτελώ ~. 2. πράξη που γίνεται για να ελεγχθεί και να δοκιμαστεί η ορθότητα μιας μεθόδου, ενός σχεδίου δράσης, μιας άποψης κτλ.: Δε νομίζω πως θα πετύχουμε, αλλά ας κάνουμε ένα ~. (έκφρ.) πειράματα θα κάνουμε (τώρα);, για αποδοκιμασία αβέβαιης πράξης.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. πείραμα `αποτέλεσμα πείρας΄ (< αρχ. ρ. πειρα- (πειρῶμαι) `εξετάζω, προσπαθώ΄) -μα σημδ. αγγλ. experiment]
- πειραματίζομαι [piramatízome] Ρ2.1β : 1. κάνω, εκτελώ πειράματα· δοκιμάζω ή εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις ή υποθέσεις για μελέτη ή επαλήθευση: Πειραματίζεται με ποντίκια. 2. κάνω κτ. δοκιμαστικά (για να διαπιστώσω την πιθανότητα επιτυχίας, τις σχετικές δυσκολίες, τα προβλήματα κτλ. και να προνοήσω ανάλογα): Mην πειραματίζεσαι άδικα.
[λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ίζομαι απόδ. αγγλ. experiment μέσο κατά το ασχολούμαι(;)]
- πειραματικός -ή -ό [piramatikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα: Πειραματική μέθοδος / διαδικασία. β. που γίνεται με πείραμα: H πειραματική απόδειξη ενός νόμου. Πειραματική έρευνα / μελέτη. γ. που χρησιμοποιεί κυρίως το πείραμα: Πειραματικές επιστήμες, που στηρίζονται κυρίως στο πείραμα: Πειραματική ψυχολογία. δ. που εφαρμόζει και δοκιμάζει νέες ιδέες και μεθόδους: Πειραματική διδασκαλία. Πειραματικό σχολείο. Πειραματικές καλλιέργειες. Πειραματικό θέατρο, με ρεπερτόριο έργα που πρώτη φορά παίζονται, με νέους ηθοποιούς κτλ. ε. που δοκιμάζεται, χωρίς να έχει γίνει ακόμη αποδεκτός επίσημα, που βρίσκεται στο στάδιο της δοκιμασίας, του ελέγχου και της επεξεργασίας από πρακτική άποψη: H μέθοδος βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο / σε πειραματική φάση.
πειραματικά & (λόγ.) πειραματικώς ΕΠIΡΡ: ~ αποδεδειγμένη αλήθεια. [λόγ. πειραματ- (πείραμα) -ικός μτφρδ. αγγλ. experimental· λόγ. πειραματικ(ός) -ώς]
- πειραματισμός ο [piramatizmós] Ο17 : η ενέργεια του πειραματίζομαι (συνηθ. στη σημ. 2): Aς ακολουθήσουμε τη γνωστή μέθοδο, γιατί δεν είναι καιρός για επικίνδυνους πειραματισμούς.
[λόγ. πειραματισ- (πειραματίζομαι) -μός μτφρδ. αγγλ. experimentation]