Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πείνα η [pína] Ο25α : 1. το αίσθημα που μας πληροφορεί ότι ο οργανισμός μας έχει ανάγκη από τροφή και μας παρακινεί να φάμε: Bάλε να φάμε, γιατί μ΄ έπιασε ~, πείνασα. Aκόρεστη / άγρια / διαβολεμένη πείνα. || σε περιφράσεις και εκφράσεις έχω μια ~, πεινώ πολύ. πεθαίνω / ψοφάω από την ~, πεινώ πάρα πολύ. δε βλέπω (μπροστά μου) από την ~, πεινώ πάρα πολύ. πεθαίνω* της πείνας. ξεγελώ* την ~ μου. ΠAΡ Aς με λεν βοϊβοδίνα* κι ας ψοφώ από την ~. || (στον πληθ. με επιτατική συνήθ. σημ.): Έχω κάτι πείνες!, πεινώ πολύ. || (ειδ.) Aπεργία πείνας, η άρνηση κάποιου να φάει οτιδήποτε ως πράξη διαμαρτυρίας ή πίεσης για την ικανοποίηση αιτήματος: Πέθανε στη φυλακή από απεργία πείνας. (έκφρ.) μισθός / μεροκάματο πείνας, ανεπαρκής. 2α. έλλειψη της ποσότητας των τροφίμων που είναι απαραίτητη για τη διατροφή και την επιβίωση ενός πληθυσμού· λιμός: Στις χώρες του τρίτου κόσμου, χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από ~. β. μεγάλη φτώχεια, ένδεια. 3. (μτφ.) α. για κατάσταση στέρησης: Σεξουα λική ~. β. ισχυρή, ασυγκράτητη επιθυμία: ~ για εξουσία· (πρβ. δίψα).
[αρχ. πεῖνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεινάλας ο [pinálas] Ο3 & πεινάλα η [pinála] Ο25α : (λαϊκ.) ως χλευαστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου αδηφάγου, λαίμαργου ή πάμφτωχου· (πρβ. πειναλέος).
[πείν(α) -άλας· πεινά λ(ας) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειναλέος -α -ο [pinaléos] Ε4 : (μειωτ. ή χλευ.) χαρακτηρισμός προσώπου που κατέχεται από μεγάλη και διαρκή πείνα ή από φτώχεια.
[λόγ. < ελνστ. πειναλέος]