Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παύλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παύλα η [pávla] Ο25 : 1. (γραμμ.) σημείο στίξης (- ) με το οποίο δηλώνεται διακοπή της συνέχειας του λόγου, για να παρεμβληθεί μια αυτοτελής ή παρενθετική φράση ή πρόταση: Στο διάλογο, η αλλαγή προσώπου δηλώνεται με ~. Διπλή ~, δυο παύλες (- - ) που απομονώνουν το μέρος του λόγου που περικλείουν. (έκφρ.) τελεία* και ~. 2. γραφικό σημείο με τη μορφή παύλας σε διάφορες χρήσεις: Tο αλφάβητο μορς σχηματίζεται με τελείες και παύλες. Δύο μικρές και παράλληλες παύλες σχηματίζουν το σημείο της ισότητας (=). παυλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. παῦλα `σταμάτημα΄· παύλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες