Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχύς -ιά -ύ [paxís] Ε7 λόγ. γεν. και παχέος : 1. (για διαστάσεις) που έχει μεγάλο πάχος1· χοντρός. ANT λεπτός: Παχύ στρώμα ασφάλτου / μπογιάς / χιονιού. Παχιά γραμμή, πλατιά, χοντρή. Παχιά γράμματα, χοντρά. Παχύ μουστάκι, μεγάλο και πυκνό. 2. (για άνθρ. και ζώο) που ο όγκος των σαρκών του σώματός του ή των επί μέρους μελών του είναι μεγαλύτερος από το κανονικό ή από το φυσιολογικό· χοντρός, παχύσαρκος. ANT αδύνατος, λεπτός: Ήταν ~ αλλά αδυνάτισε. Ένας ~ κύριος. Δεν του αρέσουν οι παχιές γυναίκες. Παχιά χέρια / πόδια / μπούτια. Παχύ κοτόπουλο. (έκφρ.) παχιά λόγια: α. πομπώδεις, εντυπωσιακές εκφράσεις, που όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. β. κενές, αναληθείς υποσχέσεις. σαν ~ σκελετός, για υπερβολικά αδύνατο άνθρωπο. ΦΡ η εποχή / η περίοδος των παχιών αγελάδων*. ΠAΡ Nα ΄σαι καλά τον Aύγουστο που ΄ναι παχιές οι μύγες*. || (ως ουσ.) ο παχύς. 3α. (για κρέατα ή άλλα φαγώσιμα) που έχει πολύ (ζωικό ή φυτικό) λίπος: H κότα / η χήνα είναι πολύ παχιά. Παχύ τυρί / γάλα / γιαούρτι. || (ως ουσ.) το παχύ, το λίπος του κρέατος (σε αντιδιαστολή προς το ψαχνό). β. (για φαγητό) που μαγειρεύτηκε με πολύ λίπος, βούτυρο ή λάδι: Παχιά σούπα. γ. (για υγρό) που έχει μεγάλη πυκνότητα, πηχτός, παχύρρευστος. 4. (ανατ., ιατρ.) παχύ έντερο, το κατώτερο τμήμα του πεπτικού σωλήνα, που φτάνει ως τον πρωκτό.
[αρχ. παχύς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχυσαρκία η [paxisar
ía] Ο25 : η ιδιότητα του παχύσαρκου ανθρώπου. || (ιατρ.) η υπέρμετρη αύξηση του βάρους και του όγκου του σώματος, που προκαλείται από την υπερβολική αύξηση των αποθεμάτων του λίπους. [λόγ. παχύσαρκ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχύσαρκος -η -ο [paxísarkos] Ε5 : (για άνθρ.) που έχει πολύ πάχος, που είναι πολύ παχύς. ANT λιπόσαρκος: ~ άντρας. Παχύσαρκη γυναίκα. Παχύσαρκο άτομο / παιδί. || (ιατρ.) που πάσχει από παχυσαρκία.
[λόγ. < ελνστ. παχύσαρκος `με ρωμαλέους μυς΄ κατά τη σημ. του παχύς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχύσωμος -η -ο [paxísomos] Ε5 : (για άνθρ.) που έχει παχύ σώμα, παχύσαρκος.
[λόγ. παχυ- + σώμ(α) -ος]