Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παχύρρευστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παχύρρευστος -η -ο [paxírefstos] Ε5 : (για υγρά) που έχει πυκνή σύσταση, πηχτός· πυκνόρρευστος. ANT λεπτόρρευστος: Παχύρρευστες ουσίες. Παχύρρευστα υγρά.

[λόγ. παχυ- + ρευστ(ός) -ος μτφρδ. γερμ. dickflüssig (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες