Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχύδερμος -η -ο [paxíδermos] Ε5 : 1α. που έχει παχύ, χοντρό δέρμα. β. (ως ουσ.) το παχύδερμο, (συνήθ. πληθ.) για ορισμένα είδη θηλαστικών με ιδιαίτερα παχύ και σχεδόν άτριχο δέρμα: Ο ελέφαντας, ο ιπποπόταμος, ο ρινόκερος, ο χοίρος ανήκουν στα παχύδερμα. 2. (μτφ.) για άτομο με πλήρη έλλειψη ηθικής ή συναισθηματικής ευαισθησίας ή λεπτότητας· χοντρόπετσος, αναίσθητος: ~ άνθρωπος. || (συνήθ. ως ουσ.) το παχύδερ μο: Δε συγκινήθηκε καθόλου το παχύδερμο.
[λόγ. < αρχ. παχύδερμος]