Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παχυδερμισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παχυδερμισμός ο [paxiδermizmós] Ο17 : έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής ευαισθησίας· αναισθησία, παχυδερμία2.

[λόγ. παχύδερμ(ος)2 -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go