Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παχυ- [pa
i] & παχύ- [pa í], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις (ιδ. επίθετα και τα παράγωγά τους)· αποδίδει σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. τη σημασία του παχύς, σαρκώδης· (πρβ. χοντρο-)· συνήθ. ANT λεπτο-: παχύρριζος, παχύσαρκος, παχύσωμος, παχύφλοιος, παχύφυλλος· ~σαρκία, ~στομία. 2. τη σημασία του παχύρρευστος, όταν το β' συνθετικό είναι υγρό σώμα: παχύχυμος. 3. την έννοια της βραδύνοιας: παχύνους. [λόγ. < αρχ. παχυ- θ. του επιθ. παχύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. παχύ-δερμος, παχυ-δερμία & διεθ. pachy- `που αναφέρεται στο φάρδος, στο πλάτος΄ < αρχ. παχυ-: παχύ-μετρο < αγγλ. pachymeter & σε μτφρδ.: παχύ-ρρευστος < γερμ. dickflüssig]
- παχυδερμία η [paxiδermía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του παχύδερμου. || (ιατρ.) πάχυνση του δέρματος που οφείλεται σε υπερπλασία. 2. (μτφ.) συναισθηματική ή ηθική αναισθησία.
[λόγ.: 1: αρχ. παχυδερμία (στην ιατρ. σημ.)· 2: κατά τη σημ. του παχύδερμος2]
- παχυδερμισμός ο [paxiδermizmós] Ο17 : έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής ευαισθησίας· αναισθησία, παχυδερμία2.
[λόγ. παχύδερμ(ος)2 -ισμός]
- παχύδερμος -η -ο [paxíδermos] Ε5 : 1α. που έχει παχύ, χοντρό δέρμα. β. (ως ουσ.) το παχύδερμο, (συνήθ. πληθ.) για ορισμένα είδη θηλαστικών με ιδιαίτερα παχύ και σχεδόν άτριχο δέρμα: Ο ελέφαντας, ο ιπποπόταμος, ο ρινόκερος, ο χοίρος ανήκουν στα παχύδερμα. 2. (μτφ.) για άτομο με πλήρη έλλειψη ηθικής ή συναισθηματικής ευαισθησίας ή λεπτότητας· χοντρόπετσος, αναίσθητος: ~ άνθρωπος. || (συνήθ. ως ουσ.) το παχύδερ μο: Δε συγκινήθηκε καθόλου το παχύδερμο.
[λόγ. < αρχ. παχύδερμος]
- παχυλός -ή -ό [paxilós] Ε1 : (λόγ.) 1. (κυρ. για χρηματικά μεγέθη) που είναι περισσότερος ή μεγαλύτερος από το κανονικό, από όσο πρέπει: ~ μισθός. Παχυλή αμοιβή. Παχυλό εισόδημα. 2. (αρνητ.) που υπάρχει σε πο λύ μεγάλο, σε πολύ υψηλό βαθμό: Παχυλή άγνοια / αμάθεια.
παχυλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. παχυλός]
- παχύμετρο το [paxímetro] & παχόμετρο το [paxómetro] Ο42 : ειδικό όργανο, που μετράει με ακρίβεια το πάχος διάφορων αντικειμένων.
[λόγ. < αγγλ. pachymeter < pachy- = παχυ- + -meter = -μετρον· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- για προσαρμ. προς τα άλλα σύνθ.]
- πάχυνση η [páxinsi] Ο33 : η αύξηση του πάχους. || (ειδικότ. για ζώο) ο υπερσιτισμός με στόχο την αύξηση του πάχους.
[λόγ. < αρχ. πάχυν(σις) `πήξιμο ζουμιού΄ -ση κατά τη σημ. της λ. παχύνω]
- παχυντικός -ή -ό [paxindikós] Ε1 : που προκαλεί πάχυνση, που αυξάνει το πάχος: Παχυντικές τροφές / ουσίες. Παχυντική δίαιτα.
παχυντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. παχυντικός]
- παχύνω [paxíno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) παχαίνω, κυρίως στη σημ. 2.
[λόγ. < αρχ. παχύνω]
- παχύρρευστος -η -ο [paxírefstos] Ε5 : (για υγρά) που έχει πυκνή σύσταση, πηχτός· πυκνόρρευστος. ANT λεπτόρρευστος: Παχύρρευστες ουσίες. Παχύρρευστα υγρά.
[λόγ. παχυ- + ρευστ(ός) -ος μτφρδ. γερμ. dickflüssig (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]