Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχουλός -ή -ό [paxulós] Ε1 : (για άνθρ., ζώο ή μέλος του σώματος) κάπως παχύς, ευτραφής: Παχουλό σώμα. Παχουλές γάμπες. || (ως ουσ.): Φορέματα για παχουλές.
παχουλούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. [αρχ. παχυλός ( [i > u] από επίδρ. του [l] )· παχουλ(ός) -ούτσικος]