Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχνί το [paxní] Ο43 : μόνιμη κατασκευή σε στάβλο, στην οποία τοποθετείται η τροφή των ζώων (άχυρο, χόρτο κτλ.): Tα ζώα τρώνε ήσυχα στο ~. ΦΡ σαν το βόδι στο ~, για άτομο άβουλο, χωρίς κρίση.
[υποκορ. του ελνστ. πάθν(η) -ίον < αρχ. φάτνη με τροπή [tn > θn > xn], σύγκρ. ατμός > αθμός > αθνός > αχνός]