Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παφλασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παφλασμός ο [paflazmós] Ο17 : ο ήχος που παράγουν τα κύματα της θάλασσας, όταν σκάζουν, ή τα νερά, όταν κινούνται ορμητικά: Ο ήμερος / ο άγριος ~ των κυμάτων. Tα νερά του καταρράκτη έπεφταν από ψηλά με παφλασμό.

[λόγ. παφλασ- (παφλάζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες