Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παφλασμός ο [paflazmós] Ο17 : ο ήχος που παράγουν τα κύματα της θάλασσας, όταν σκάζουν, ή τα νερά, όταν κινούνται ορμητικά: Ο ήμερος / ο άγριος ~ των κυμάτων. Tα νερά του καταρράκτη έπεφταν από ψηλά με παφλασμό.
[λόγ. παφλασ- (παφλάζω) -μός]