Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παυσίπονος -η -ο [pafsíponos] Ε5 : που σταματά ή που ανακουφίζει τον πόνο: Παυσίπονα φάρμακα. Παυσίπονες ουσίες. || (ως ουσ.) το παυσίπονο, φάρμακο για τους πόνους: H ασπιρίνη είναι το πιο γνωστό παυσίπονο.
[λόγ. < αρχ. παυσίπονος `που βάζει τέλος στους κόπους΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πόνος]