Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατώνω [patóno] Ρ1α : 1. φτάνω, αγγίζω το βυθό, τον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας ή άλλης κατασκευής που περιέχει νερό ή άλλο υγρό: Tο βαρίδιο της πετονιάς πάτωσε στο βυθό της θάλασσας / της λίμνης. Tα νερά είναι βαθιά και δεν ~, δε φτάνω στο βυθό. || (ειδικότ.) αγγί ζω με τα πόδια μου το βυθό χωρίς να βυθίζεται το κεφάλι μου στο νερό: Στη θάλασσα μπαίνω μόνο ως εκεί που ~. || ΦΡ την πάτωσα, έφαγα καλά, χόρτασα. 2. (μτφ.) είμαι, κατατάσσομαι τελευταίος σε μια κλίμακα αξιολόγησης, αποτυγχάνω πλήρως: Ο υποψήφιος / το κόμμα πάτωσε στις εκλογές. H ομάδα πάτωσε στο πρωτάθλημα / στη βαθμολογία. Ο μαθητής πάτωσε στις εξετάσεις.

[μσν. πάτ(ος) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες