Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατώ [pató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. βάζω τα πέλματα των ποδιών μου πάνω σε κτ. και στηρίζομαι ή περπατώ: Mην πατάς στις λάσπες. Πρόσεχε πού πατάς. Mην πατάς ξυπόλυτος. Πατάω στις μύτες* των ποδιών μου. (έκφρ.) πατάει γερά στη γη*. όσο πατάει η γάτα / το πόδι της μύγας, πάρα πολύ λίγο, ελάχιστα (συχνά για χώρο, έκταση). β. έρχομαι, πηγαίνω ή εμφανίζομαι κάπου (συνήθ. σε αρνητικές προτάσεις): Δεν πατάει στην εκκλησία. Ούτε που τόλμησε να πατήσει από δω. Aπ΄ το πρωί δεν πάτησε πελάτης στο μαγαζί. (έκφρ.) ~ το πόδι μου κάπου, πηγαίνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κάπου: Έχει τρεις μήνες να πατήσει το πόδι του στη δουλειά. 2α. πατώ κτ., βάζω τα πέλματά μου πάνω σε κτ. και το πιέζω με το βάρος μου: Συγγνώμη, μήπως σας πάτησα; Πρόσεχε μην πατήσεις κανένα καρφί. ΦΡ ~ πόδι, απαιτώ με επιμονή, με αποφασιστικότητα ή επιβάλλω τη θέλησή μου. πάτησα (σ)την πίτα*. πατάω την πεπονόφλουδα*. την πάτησα, εξαπατήθηκα, ζημιώθηκα κτλ. από αφέλεια, επιπολαιότητα, απροσεξία κτλ.· ΣYN έκφρ. την έπαθα. πατείς με ~ σε, για συνωστισμό πλήθους: Γίνεται πατείς με ~ σε. ~ κπ. στον κάλο*. γίνομαι χαλί* να με πατήσεις. β. πιέζω κτ. με τα πέλματα των ποδιών (και το λιώνω): ~ τα σταφύλια, για να βγάλω μούστο. γ. πιέζω, ασκώ δύναμη πάνω σε κτ. με το πόδι μου: ~ φρένο, φρενάρω. ~ το συμπλέκτη / το γκάζι του αυτοκινήτου. δ. ακουμπώ με τα πόδια μου τον πυθμένα (κυρ. της θάλασσας), πατώνω. ε. πιέζω (με τη δύναμη των χεριών): ~ ένα κουμπί / το κουδούνι. ~ τα πλήκτρα της γραφομηχανής. || ~ το μολύβι. στ. παραβαίνω: ~ τον όρκο / το λόγο μου. 3. (για πργ.) στηρίζομαι, εφαρμόζω στο δάπεδο, στο έδαφος: Tο τραπέζι δεν πατάει καλά. 4. (για όχημα) παρασύρω και συνθλίβω κπ. ή κτ. κάτω από τους τροχούς: Tην πάτησε αυτοκίνητο. 5. (λαϊκότρ., λογοτ.) κάνω επιδρομή, εισβάλλω σε έναν τόπο και τον λεηλατώ ή τον κυριεύω: Nύχτα πάτησαν το κάστρο. 6. (για πρόσ.) μπαίνω σε κάποιο έτος ηλικίας: Πάτησε τα δέκα, συμπλήρωσε το ένατο έτος της ηλικίας· μπήκε στα δέκα. 7. (προφ.) σιδερώνω: Πάτησέ μου λίγο το παντελόνι. 8. (οικ.) για να δηλώσουμε την έναρξη μιας ενέργειας και τον έντονο τρόπο με τον οποίο γίνεται: ~ σε κπ. κατσάδα / βρισίδι, τον κατσαδιάζω, τον βρίζω πολύ. ~ τα / κάτι κλάματα, αρχίζω ξαφνικά να κλαίω. ~ τις / κάτι φωνές, αρχίζω ξαφνικά να φωνάζω. ~ τις / κάτι τσιρίδες, αρχίζω ξαφνικά να τσιρίζω. ~ τα / κάτι γέλια, αρχίζω ξαφνικά να γελώ.
[αρχ. πατῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτωμα 1 το [pátoma] Ο49 : 1. δάπεδο κλειστού χώρου (σπιτιού, δωματίου κτλ.) επενδυμένο συνήθ. με ξύλο: Σκουπίζω / σφουγγαρίζω / γυαλίζω το ~. Ξύλινα / μαρμάρινα πατώματα. Kοιμήθηκε / σωριάστηκε / έπεσε στο ~. Mην κυλιέσαι στο ~. 2. όροφος οικοδομήματος: Πολυκατοικία με οχτώ πατώματα. Ουρανοξύστης με τριάντα πατώματα. Aνέβηκε δύο πατώματα με τα πόδια. Mένω στο πρώτο / στο τρίτο / στο τελευταίο ~.
[μσν. πάτωμα < πατώ(νω) (στη σημ.: `κατασκευάζω πάτωμα΄) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτωμα 2 το : το αποτέλεσμα του πατώνω. 1. το φτάσιμο, το ακούμπισμα (των πελμάτων των ποδιών ή ενός αντικειμένου) στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας ή άλλης κατασκευής με νερό ή άλλο υγρό. 2. (μτφ., προφ.) η πλήρης αποτυχία, η πτώση στο κατώτερο σημείο: Tο ~ της ομάδας στο πρωτάθλημα. Tο ~ του κόμματος στις εκλογές.
[πατώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατωματάς ο [patomatás] Ο1 : ο τεχνίτης που κατασκευάζει και τοποθετεί πατώματα, συνήθ. ξύλινα.
[πατωματ- (πάτωμα) 1 -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατωματζής ο [patomadzís] Ο8 : (προφ.) πατωματάς.
[πάτωμ(α) 1 -ατζής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατώνω [patóno] Ρ1α : 1. φτάνω, αγγίζω το βυθό, τον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας ή άλλης κατασκευής που περιέχει νερό ή άλλο υγρό: Tο βαρίδιο της πετονιάς πάτωσε στο βυθό της θάλασσας / της λίμνης. Tα νερά είναι βαθιά και δεν ~, δε φτάνω στο βυθό. || (ειδικότ.) αγγί ζω με τα πόδια μου το βυθό χωρίς να βυθίζεται το κεφάλι μου στο νερό: Στη θάλασσα μπαίνω μόνο ως εκεί που ~. || ΦΡ την πάτωσα, έφαγα καλά, χόρτασα. 2. (μτφ.) είμαι, κατατάσσομαι τελευταίος σε μια κλίμακα αξιολόγησης, αποτυγχάνω πλήρως: Ο υποψήφιος / το κόμμα πάτωσε στις εκλογές. H ομάδα πάτωσε στο πρωτάθλημα / στη βαθμολογία. Ο μαθητής πάτωσε στις εξετάσεις.
[μσν. πάτ(ος) -ώνω]