Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατσάς ο [patsás] Ο1 & (σπάν.) πατσά η [patsá] Ο24 : 1. ονομασία της κοιλιάς, του στομάχου και των ποδιών σφαγμένων ζώων: Aρνίσιος / μοσχαρίσιος / χοιρινός ~. || Tου έκανε τα μούτρα σαν πατσά (από το ξύλο), τον χτύπησε πολύ, τον παραμόρφωσε. 2. το φαγητό που γίνεται με βράσιμο της κοιλιάς, του στομάχου και των ποδιών σφαγμένων ζώων: Ψιλοκομμένος / χοντροκομμένος ~. Έφαγα πατσά με μπόλικο ξίδι και πιπέρι. Kαθ΄ εκάστην (σερβίρεται) ~. ΦΡ βουρ* στον πατσά. 3. (προφ., λαϊκ.) χαρακτηρισμός για μεγάλη και πλαδαρή κοιλιά και, με επέκταση, για χοντρό και πλαδαρό άτομο.
[τουρκ. paça (από τα περσ.) -ς· τουρκ. paça]