Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατρώνυμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατρώνυμο το [patrónimo] Ο40 : το (βαφτιστικό) όνομα του πατέρα κάποιου: Γράψτε τα πλήρη στοιχεία σας, δηλαδή όνομα, επώνυμο, ~.

[λόγ. πατρ(ο)- + -ώνυμον κατά το επώνυμον (πρβ. ελνστ. πατρώνυμος `ονομασμένος κατά τον πατέρα του΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες