Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρόνα η [patróna] Ο25 : (παρωχ.) 1. η ιδιοκτήτρια μαγαζιού, επιχείρησης ή η γυναίκα του ιδιοκτήτη. 2. η ιδιοκτήτρια, η διευθύντρια οίκου ανοχής· ματρόνα. 3. η οικοδέσποινα.
[βεν. patrona `οικοδέσποινα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρονάρισμα το [patronárizma] Ο49 : η ενέργεια του πατρονάρω: H τραγουδίστρια έγινε γνωστή χάρη στο ~ μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας.
[πατρονάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρονάρω [patronáro] -ομαι Ρ6 : με (άμεσες ή έμμεσες) ενέργειες κατευ θύνω, προωθώ ή καθοδηγώ και προστατεύω πρόσωπα, ενέργειες ή δραστηριότητες, συχνά με αδιαφανή τρόπο και με ιδιοτελείς σκοπούς: Επιχει ρώ / προσπαθώ να ~ κπ. ή κτ. Δεν ανέχομαι να με πατρονάρουν. Εκδηλώσεις πατροναρισμένες από διαφημιστικές εταιρείες. Έκανε πετυ χημένη καριέρα χωρίς να πατρονάρεται από κανέναν.
[γαλλ. patronn(er) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτρονας ο [pátronas] Ο5 : 1. αυτός που πατρονάρει, που κατευθύνει και προστατεύει ή προωθεί κπ. ή κτ. (συχνά με αδιαφανή τρόπο και με ιδιοτελείς σκοπούς): Οι πάτρονες του συνδικαλιστικού / του φοιτητικού / του εργατικού κινήματος. 2. (ιστ.) στην αρχαία Ρώμη, ο πολίτης που προστάτευε πρώην δούλο του και τον εκπροσωπούσε στις υποχρεώσεις του απέναντι στην πολιτεία.
[λόγ. < ελνστ. πάτρων, αιτ. -ωνα `προστάτης΄ < λατ. patronus (ορθογρ. απλοπ.)]