Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρόν το [patrón] Ο (άκλ.) : σχέδιο, συνήθ. σε χαρτί, που χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα, σύμφωνα με το οποίο κόβεται ένα ύφασμα για την κατασκευή ενδύματος: Aνδρικό / γυναικείο / παιδικό ~. ~ για φουστάνι / για κοστούμι / για παντελόνι. || (επέκτ.) υπόδειγμα από χαρτί ή από άλλο υλικό, για την κοπή οποιουδήποτε υλικού σε ορισμένο σχήμα.
[λόγ. < γαλλ. patron]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρόνα η [patróna] Ο25 : (παρωχ.) 1. η ιδιοκτήτρια μαγαζιού, επιχείρησης ή η γυναίκα του ιδιοκτήτη. 2. η ιδιοκτήτρια, η διευθύντρια οίκου ανοχής· ματρόνα. 3. η οικοδέσποινα.
[βεν. patrona `οικοδέσποινα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρονάρισμα το [patronárizma] Ο49 : η ενέργεια του πατρονάρω: H τραγουδίστρια έγινε γνωστή χάρη στο ~ μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας.
[πατρονάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρονάρω [patronáro] -ομαι Ρ6 : με (άμεσες ή έμμεσες) ενέργειες κατευ θύνω, προωθώ ή καθοδηγώ και προστατεύω πρόσωπα, ενέργειες ή δραστηριότητες, συχνά με αδιαφανή τρόπο και με ιδιοτελείς σκοπούς: Επιχει ρώ / προσπαθώ να ~ κπ. ή κτ. Δεν ανέχομαι να με πατρονάρουν. Εκδηλώσεις πατροναρισμένες από διαφημιστικές εταιρείες. Έκανε πετυ χημένη καριέρα χωρίς να πατρονάρεται από κανέναν.
[γαλλ. patronn(er) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτρονας ο [pátronas] Ο5 : 1. αυτός που πατρονάρει, που κατευθύνει και προστατεύει ή προωθεί κπ. ή κτ. (συχνά με αδιαφανή τρόπο και με ιδιοτελείς σκοπούς): Οι πάτρονες του συνδικαλιστικού / του φοιτητικού / του εργατικού κινήματος. 2. (ιστ.) στην αρχαία Ρώμη, ο πολίτης που προστάτευε πρώην δούλο του και τον εκπροσωπούσε στις υποχρεώσεις του απέναντι στην πολιτεία.
[λόγ. < ελνστ. πάτρων, αιτ. -ωνα `προστάτης΄ < λατ. patronus (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρονία η [patronía] Ο25 : (κοινων.) καταχρηστική παροχή καθοδήγησης και προστασίας.
[λόγ. πάτρον(ας) -ία μτφρδ. γαλλ. patronage]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρονίστ ο [patroníst] θηλ. πατρονίστ [patroníst] Ο (άκλ.) & πατρονίστας ο [patronístas] Ο3 θηλ. πατρονίστα [patronísta] Ο25 : αυτός που σχεδιάζει πατρόν: Σπούδασε ~. Zητούνται ~ μοντελίστ.
[λόγ. πατρόν γαλλ. επίθημα -ist (πρβ. σολίστ)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· πατρον(ίστ) -ίστας· πατρον(ίστας) -ίστα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρόνος ο [patrónos] Ο18 : (παρωχ.) ο ιδιοκτήτης μαγαζιού, επιχείρησης, το αφεντικό.
[ιταλ. patron(e) -ος ή πατρόν(α) -ος]