Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατροπαράδοτος -η -ο [patroparáδotos] Ε5 : που έχει παραδοθεί, που έχει μεταβιβαστεί από τους προγενέστερους, από τους προγόνους στις επόμενες γενιές· (πρβ. παραδοσιακός): Πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα. Πατροπαράδοτες συνταγές για φαγητά / γλυκά. H πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία. || (ως ουσ.) τα πατροπαράδοτα, το σύνολο των παραδόσεων ή των παλαιών αντιλήψεων (σε αντιδιαστολή προς τις σύγχρονες και προς τους νεωτερισμούς): (Δεν) τηρεί τα πατροπαράδοτα.
πατροπαράδοτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πατροπαράδοτος]