Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρονάρισμα το [patronárizma] Ο49 : η ενέργεια του πατρονάρω: H τραγουδίστρια έγινε γνωστή χάρη στο ~ μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας.
[πατρονάρ(ω) -ισμα]