Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατρολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατρολογικός -ή -ό [patrolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην πατρολογία: Πατρολογική μελέτη. Πατρολογικό συνέδριο.

[λόγ. πατρολογ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες