Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατρογονικός -ή -ό [patroγonikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους ή που προέρχεται από αυτούς: H πατρογονική κληρονομιά / περιουσία. Tο πατρογονικό μας σπίτι. β. (ως ουσ.) τα πατρογονικά: β1. τα κληρονομικά κτήματα. ΠAΡ Έλα, παππού (μου), να σου δείξω τα πατρογονικά σου, για εκείνους που, ενώ είναι νεότεροι, άπειροι ή αδαείς, κάνουν επίδειξη πείρας ή γνώσεων απέναντι σε μεγαλύτερους και εμπειρότερους. β2. οι πρόγονοι. 2. (βιολ.) ~ νόμος, νόμος που ισχύει στην εξέλιξη των ζώων και κατά τον οποίο κάθε άτομο κατά τη διαδικασία της εμβρυογένεσης και της σχετικής ανάπτυξής του περνάει διαδοχικά τις μορφές, από τις οποίες πέρασε το είδος ως τη σημερινή του μορφή.
[λόγ. πατρο- + γονικός κατά το προγονικός]