Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριώτης ο [patriótis] Ο10 θηλ. πατριώτισσα [patriótisa] Ο27 : 1. αυτός που έχει κοινό τόπο καταγωγής (χώρα, περιοχή, πόλη, χωριό) με κπ.· συμπατριώτης, συμπολίτης, συγχωριανός: Συνάντησε στη Γερμανία / στην πόλη έναν πατριώτη του. Διαπίστωσαν ότι είναι / βρέθηκαν πατριώτες. || (οικ., στην κλητ.) προσφώνηση άγνωστου συνήθ. προσώπου: Γεια σου / καλημέρα πατριώτη. 2. αυτός που αγαπάει την πατρίδα του· φιλόπατρις: Οι Έλληνες / οι Aμερικανοί είναι πατριώτες.
πατριωτάκι το YΠΟKΟΡ (οικ., στη σημ. 1) ο συμπατριώτης: Είμαστε πατριωτάκια. Γεια σου, ~! [1: αρχ. πατριώτης· 2: λόγ. < γαλλ. patriote (στη νέα σημ.) < υστλατ. patriota < αρχ. πατριώτης· λόγ. πατριώτ(ης) -ισσα]