Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριός ο [patriós] Ο17 : ονομασία που αποδίδει τη σχέση του (δεύτερου ή τρίτου) συζύγου μιας γυναίκας, με τα παιδιά που αυτή απέκτησε από προηγούμενο γάμο: Ο ~ φέρθηκε στα παιδιά σαν πραγματικός πατέρας.
[ελνστ. πατρυιός (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτριος -α -ο [pátrios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει, που αναφέρεται στους προγόνους ή που προέρχεται από αυτούς· πατρικός: H πάτρια γη. Tα πάτρια εδάφη, η πατρίδα. || (ως ουσ.) τα πάτρια, τα ήθη και τα έθιμα, οι ιδέες και οι πεποιθήσεις που έχουν παραδοθεί από τους προγόνους, τα πατροπαράδοτα.
[λόγ. < αρχ. πάτριος]