Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριωτισμός ο [patriotizmós] Ο17 : η ανιδιοτελής αγάπη για την πατρί δα, η φιλοπατρία: Aγνός / θερμός ~. Πολέμησε / μίλησε με πατριωτισμό.
[λόγ. < γαλλ. patriotisme < patriot(e) = πατριώτ(ης)2 -isme = -ισμός]