Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριδοκαπηλία η [patriδokapilía] Ο25 : η εκμετάλλευση της ιδέας της πατρίδας (του πατριωτισμού, της φιλοπατρίας) με ιδιοτελείς σκοπούς: Πολιτικοί / οργανώσεις που επιδίδονται σε ~.
[λόγ. πατριδοκάπηλ(ος) -ία]