Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριαρχείο το [patriarxío] Ο39 : 1. καθένας από τους πατριαρχικούς θρόνους της Ορθόδοξης Aνατολικής Εκκλησίας και το αντίστοιχο τμήμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας που υπάγεται στη δικαιοδοσία καθενός από τους πατριάρχες: ~ Aλεξανδρείας / Aντιοχείας / Iεροσολύμων / Mόσχας. || Οικουμενικό ~ ή ~ Kωνσταντινουπόλεως, η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη και αρχηγού της Ορθόδοξης Aνατολικής Εκκλησίας, το ανώτατο ίδρυμα της Ορθοδοξίας. 2. το κτίριο που αποτελεί την έδρα και την κατοικία του πατριάρχη: Οι εκδρομείς επισκέφθηκαν το ~. 3. η εκκλησιαστική εξουσία του πατριάρχη και οι υπηρεσίες που εξυπηρετούν την άσκησή της: Δικαιοδοσίες / αρμοδιότητες του πατριαρχείου.
[λόγ. < μσν. πατριαρχείον < πατριάρχ(ης) -είον]