Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριαρχία 1 η [patriarxía] Ο25 : (εκκλ.) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι πατριάρχης1, η θητεία του πατριάρχη.
[λόγ. < ελνστ. πατριαρχία `αρχηγία ιουδαϊκής κοινότητας΄, στη μσν. σημ. κατά το πατριάρχης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριαρχία 2 η : (κοινων.) μορφή οργάνωσης των πρωτόγονων κοινωνιών, στην οποία ο άντρας (πατέρας) κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια. (πρβ. μητριαρχία). || (επέκτ.) η κυριαρχία του πατέρα (άντρα) μέσα στην οικογένεια.
[λόγ. < αγγλ. patriarchy (στη νέα σημ.) < ελνστ. πατριαρχία]