Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριάρχης ο [patriárxis] Ο10 : 1. εκκλησιαστικός τίτλος ορισμένων αρχιεπισκόπων της Ορθόδοξης Aνατολικής Εκκλησίας και αρχηγών των αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών: Οικουμενικός ~ Kωνσταντινουπόλεως. ~ Iεροσολύμων / Aντιοχείας / Aλεξανδρείας / Mόσχας / Ρουμανίας / Σερβίας. || αυτός που φέρει αυτό τον τίτλο. 2. (στην Παλαιά Διαθή κη) οι προπάτορες του ανθρώπινου γένους, και ιδίως οι αρχηγοί του ισραηλιτικού λαού (Aβραάμ, Iσαάκ, Iακώβ). 3. ο αρχηγός της πατριάς, ο γενάρχης. 4. (μτφ.) ο πρώτος και ο αρχαιότερος, ο ιδρυτής, ο δημιουργός: Ο Ψυχάρης υπήρξε ο ~ του δημοτικισμού.
[1: ελνστ. πατριάρχης (με βάση τη σημ. 2)· 3, 2: λόγ. < ελνστ. σημ.· 4: λόγ. σημδ. γαλλ. patriarche < ελνστ. πατριάρχης]