Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατούσα η [patúsa] Ο25 : ΣYN πέλμα. (οικ.) 1. η κάτω επιφάνεια του ποδιού που πατά στο έδαφος: Περπατάει με τις πατούσες, ξυπόλυτος. || το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού ορισμένων ζώων. 2. το τμήμα της κάλτσας που καλύπτει την πατούσα: Tρύπησαν οι πατούσες.
πατουσούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. πατούσα ουσιαστικοπ. θηλ. μεε. του πατώ· πατούσ(α) -ούλα]