Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατιρντί το [patirdí] & πατριντί το [patridí] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : μεγάλη φασαρία που δημιουργείται από ανθρώπους που διασκεδάζουν ή που διαπληκτίζονται: Έγινε μεγάλο ~. Άρχισε το ~.
[τουρκ. patιrdι· μετάθ. του [r] ]