Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατινάρισμα 1 το [patinárizma] Ο49 : η ενέργεια του πατινάρω 1. I. κίνηση με ειδικά πέδιλα επάνω σε λεία ή παγωμένη επιφάνεια. II. (τεχν., οικ.) το φαινόμενο της ολίσθησης που παρουσιάζεται ανάμεσα σε δύο επιφάνειες που δεν έχουν επαρκή πρόσφυση.
[πατινάρ(ω) 1 -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατινάρισμα 2 το : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πατινάρω 2, η διαδικασία με την οποία δίνουμε σε μια επιφάνεια την όψη του οξειδωμένου χαλκού ή ορείχαλκου.
[πατινάρ(ω) 2 -ισμα]