Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατησιά η [patisxá] Ο24 : ίχνος που αφήνει το πέλμα ανθρώπου ή ζώου· πατημασιά: Έκανε πατησιές στο πάτωμα με τα λασπωμένα παπούτσια του.
[πατη- (πατώ) -σιά]