Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατερίτσα η [paterítsa] Ο25 : 1. μπαστούνι, με οριζόντιο στήριγμα στην κορυφή, σε σχήμα κεφαλαίου T ή ανεστραμμένου, κλειστού, κεφαλαίου Δ, όπου στηρίζουν τις μασχάλες οι ανάπηροι για να βαδίσουν· δεκανίκι: Περπατάει με (τις) πατερίτσες. 2. (οικ.) η ράβδος που κρατούν οι αρχιερείς· ποιμαντορική ράβδος.
[ίσως (ο) πάτερ -ική, θηλ. του -ικός > ουσιαστικοπ. θηλ. *πατερική (ενν. ράβδος ή βακτηρία) > *πατεριτσή ( [
> ts] από επίδρ. του [i] ) > πατερ(ιτσή) επίθημα -ίτσα]