Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατατράκ το [patatrák] Ο (άκλ.) : (οικ.) 1. αποτυχία: Mετά το ~ των εξετάσεων έφυγε στο εξωτερικό. Παθαίνω ~, αποτυγχάνω: Στις εξετάσεις έπαθε μεγάλο ~. 2. φασαρία που δημιουργείται κυρίως από λογομαχία ή συμπλοκή: Mην τολμήσει να έρθει, γιατί θα γίνει μεγάλο ~. 3. σοκ1: Έπαθε μεγάλο ~ όταν έχασε την περιουσία του.
[ιταλ. patatrac (ηχομιμ.)]